- ραχάτι
- το(λ. αραβ.), ανάπαυση, χουζούρι: Δε χαλούσε το ραχάτι του για τίποτε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ραχάτι — το, Ν αργία και ξεκούραση, τεμπελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rahat] … Dictionary of Greek
ραχατεύω — Ν [ραχάτι] περνώ την ώρα μου με ραχάτι, τεμπελιάζω … Dictionary of Greek
ραχατλής — ο, θηλ. ραχατλού, Ν αυτός στον οποίο αρέσει το ραχάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραχάτι + κατάλ. λής (< τουρκ. κατάλ. li), πρβλ. θεριακ λής] … Dictionary of Greek
καλοπέραση — ἡ [καλοπερνώ] 1. καλή διαβίωση, κυρίως με άφθονα υλικά αγαθά, άνετη ζωή, καλοζωία 2. τρυφηλότητα, χουζούρι, ραχάτι … Dictionary of Greek
ραχατ(ι)λίκι — το, Ν ο τρόπος ζωής τού ραχατλή, τεμπελιά, χουζούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραχάτι + κατάλ. λίκι (< τουρκ. κατάλ. lik), πρβλ. θεριακ λίκι] … Dictionary of Greek
χουζούρι — το, Ν 1. ανάπαυση, ραχάτι 2. συνεκδ. νωθρότητα, τεμπελιά 3. απόλαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. huzur] … Dictionary of Greek
rahat — RAHÁT, rahaturi, s.n. Produs de cofetărie cu aspect gelatinos, fabricat din sirop de zahăr, amidon şi diferite substanţe aromatice şi prezentat de obicei în formă de cuburi mici. ♦ fig. (fam.) Lucru fără importanţă – Din tc. rahat[lokum]. Trimis… … Dicționar Român
ραχατλής — ο αυτός που αγαπά το ραχάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)